- κακό
- (Φιλοσ.). Φιλοσοφική έννοια που έχει προσλάβει πάρα πολλές σημασίες, ακόμα και αναφορικά με το πλήθος των σημασιών που αποδίδονται στο αντίθετό του, το καλό. Σύμφωνα με τους νεοπλατωνικούς φιλοσόφους, το κ., είναι στέρηση και έλλειψη, δεν υφίσταται ως πραγματικό, βάσει του συλλογισμού πως, αν ήταν κάτι πραγματικό, θα έπρεπε να προέρχεται και αυτό από τον Θεό. Ακόμα και στη χριστιανική σκέψη, το κ. νοείται ως στέρηση. Κατά τον Αυγουστίνο, δεν συνιστά φύση, αλλά απώλεια του καλού, δηλαδή αμάρτημα. Στην κατεύθυνση αυτή διαμορφώνεται η διάκριση μεταξύ φυσικού κ., ως πάθους και πόνου, μεταφυσικού κ., ως αναγκαίας μη πληρότητας των δημιουργημάτων, και ηθικού κ. ως εκούσιας και υπεύθυνης παράβασης κάποιου νόμου, από την οποία το άτομο υποβιβάζεται. Η τελευταία αντίληψη προϋποθέτει αναγκαστικά την έννοια της ελευθερίας, με την οποία συνδέεται το κ. Αντίθετα, εφόσον γίνεται δεκτή η αιτιοκρατική αντίληψη (είτε με μηχανοκρατική είτε με θεολογική έννοια) της πραγματικότητας, μειώνεται η δυνατότητα καθορισμού του κ.
Η θεωρία της μη-πραγματικότητας του κ. συγκρούεται με την αναμφισβήτητη ύπαρξή του. Το γεγονός αυτό και άλλες σκέψεις με περισσότερο συγκεκριμένο ηθικό χαρακτήρα συνετέλεσαν ώστε η νεότερη σκέψη να εμβαθύνει στη διαλεκτική φύση του κ. Με βάση αυτή την προσέγγιση δημιουργείται η ιδέα μιας πραγματικότητας, η ένταση της οποίας τροφοδοτείται από τη γόνιμη αντίθεση του καλού και του κ.
* * *το (AM κακόν)βλ. κακός.
Dictionary of Greek. 2013.